- προωμοσία
- προωμοσία, ἡ,A prosecutor's affidavit, Poll.8.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προωμοσία — προωμοσίᾱ , προωμοσία prosecutor s affidavit fem nom/voc/acc dual προωμοσίᾱ , προωμοσία prosecutor s affidavit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωμοσία — η, ΝΑ [προόμνυμι] (στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά τού αντιδίκου του ήταν αληθινά … Dictionary of Greek
διωμοσία — διωμοσία, η (AM) μσν. συνωμοσία αρχ. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι κατά την ανάκριση, ο κατήγορος (προωμοσία) και ο κατηγορούμενος (αντωμοσία) … Dictionary of Greek